- κάγκανον
- κάγκανονneut nom/voc/acc sgκάγκανοςdrymasc/fem acc sgκάγκανοςdryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καγκάνοις — κάγκανον neut dat pl κάγκανος dry masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγκάνου — κάγκανον neut gen sg κάγκανος dry masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγκάνῳ — κάγκανον neut dat sg κάγκανος dry masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάγκανα — κάγκανον neut nom/voc/acc pl κάγκανος dry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάγκανος — κάγκανος, ον (Α) 1. κατάλληλος για κάψιμο, καύσιμος («κάγκανα ξύλα» καυσόξυλα, Ομ. Ιλ.) 2. πολύ ξηρός, κατάξερος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάγκανον το φυτό κακ(κ)αλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά γκ ανος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *knk (* κακ ) τής ΙΕ… … Dictionary of Greek
κάγκαν' — κάγκανα , κάγκανον neut nom/voc/acc pl κάγκανα , κάγκανος dry neut nom/voc/acc pl κάγκανε , κάγκανος dry masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)